προβοσκίδα, η (ηπροβοσκίς, γεν. της προβοσκίδος)]
proboscis
Ερμηνεία:
Το μακρύ εύκαμπτο τμήμα του άνω χείλους μερικών ζώων, π.χ. του ελέφαντα. Ο ελέφαντας μπορεί και πίνει νερό και ταυτόχρονα να αναπνέι, διότι υπάρχουν διαφορετικοί δρόμοι στην προβοσκίδα. 2. το επιμηκισμένο τμήμα του στόματος μερικών εντόμων. 3. το απομυζητικό όργανο ορισμένων σκωλήκων π.χ. των βδελλών.
Ετυμολογία:
[προβόσκω , προ + βόσκω]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ζωολογία:
|